εισπράκτορας

εισπράκτορας
[-ωρ (-ορος)] ο
1) сборщик, приёмщик (денег); инкассатор;

εισπράκτορας του δημοσίου — сборщик налогов;

2) кондуктор (трамвая и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εισπράκτορας" в других словарях:

  • εισπράκτορας — ο (Α εἰσπράκτωρ) νεοελλ. υπάλληλος που έχει ως έργο την είσπραξη χρημάτων αρχ. ο επαίτης …   Dictionary of Greek

  • εἰσπράκτορας — εἰσπράκτωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράκτορας — ο, η / πράκτωρ, ορος, ΝΑ, θηλ. και πρακτόρισσα, Ν, και πρακτόρεια, Α νεοελλ. 1. (νομ.) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διεκπεραιώνει, με αμοιβή, ξένες υποθέσεις ή παρέχει συμβουλές και πληροφορίες κατά τις συναλλαγές, όπως λ.χ. για αγορά πραγμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • τοκοπράκτωρ — ορος, ὁ, Α εισπράκτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + πράκτωρ «εισπράκτορας»] …   Dictionary of Greek

  • Demotizismus — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die …   Deutsch Wikipedia

  • Demotizist — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die …   Deutsch Wikipedia

  • Dimotiki — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818… …   Deutsch Wikipedia

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • δασμολόγος — ο (Α δασμολόγος) νεοελλ. αυτός που ασχολείται με τους δασμούς, ο έμπειρος στα δασμολογικά θέματα αρχ. ο εισπράκτορας τών φόρων …   Dictionary of Greek

  • διαψηφιστής — ο (Α) 1. εισπράκτορας φόρων, λογιστής 2. υποστηρικτής …   Dictionary of Greek

  • εισπράκτης — εἰσπράκτης, ο (Α) 1. εισπράκτορας, επιστάτης με εντολή άλλου 2. επόπτης συγκομιδής και επιστάτης εργατών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»